- βιτσίζω
- -ισα, χτυπώ με βίτσα: Βίτσιξε τον αέρα δυνατά για να δοκιμάσει την ευλυγισία της βίτσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βιτσίζω — [βίτσα] χτυπάω με βίτσα … Dictionary of Greek
βίτσισμα — το [βιτσίζω] 1. η βιτσιά 2. το άλμα («στο βίτσισμά πιανε πουλιά») … Dictionary of Greek
μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… … Dictionary of Greek
μαστιγώνω — (AM μαστιγῶ, όω, Μ και μαστιγώνω) [μάστιξ] 1. χτυπώ με μαστίγιο, βουρδουλίζω, καμ(ου)τσικίζω, βιτσίζω 2. μτφ. τυραννώ, βασανίζω, μαστίζω νεοελλ. δέρνω 2. μτφ. ασκώ αυστηρό δημόσιο έλεγχο, επιπλήττω με δριμύτητα κάποιον, επιτιμώ αυστηρά («η… … Dictionary of Greek